Τρίτη 13 Μαΐου 2014

Η Ικαρία

Ένα νησί που μου έκανε εντύπωση είναι η Ικαρία. Το τοπίο, ήδη μπαίνοντας στο λιμάνι, είναι εκπληκτικό! Τα πλοία, τα καΐκια, οι τράτες και οι βάρκες είναι αραγμένες στην προβλήτα, ενώ πάνω σε αυτή άνθρωποι περπατάνε για να κάνουν την απογευματινή βολτίτσα τους. Στον απέναντι δρόμο, υπάρχουν αρκετές καφετέριες και ταβέρνες, όπου πολλοί άνθρωποι κάθονται και απολαμβάνουν το ποτό ή το φαγητό τους. Μπαίνοντας πιο βαθιά στην κωμόπολη του Ευδήλου, τα παραδοσιακά άσπρα, νησιωτικά σπίτια ξεπροβάλλουν δειλά δειλά στην αρχή, μετά από λίγα λεπτά πεζοπορίας όμως βρίσκεσαι μέσα σε μία  «άσπρη» θάλασσα από σπίτια.
Βγαίνοντας  από τον λαβύρινθο των σπιτιών και ανεβαίνοντας στο βουνό, το τοπίο αλλάζει και μεγάλοι βράχοι και κοντοί θάμνοι παίρνουν την θέση τους. Μετά από  μία μεγάλη διαδρομή προς τον Άγιο Κήρυκο ανταμείβεσαι με μια μαγευτική θέα! Ανεβαίνοντας  πάνω στο χείλος ενός βράχου, βλέπεις από κάτω σου την θάλασσα να έχει πάρει όλες τις αποχρώσεις του μπλε!
            Η Ικαρία είναι ένα τόσο όμορφο νησί που ούτε το πινέλο ενός ζωγράφου δεν μπορεί να απεικονίσει!

Νάσος Μπούφης 
Α1 Γυμνασίου







Έρωτας

Έρωτας. Μια λέξη, χιλιάδες ερμηνείες κι εκατομμύρια εμπειρίες. Πώς τον βιώνει ο καθένας μας και πώς τον θυμάται; Σε ποια ηλικία ξεκινάμε να τον ανακαλύπτουμε και ποιες διακρίσεις κάνει;
Αυτά τα ερωτήματα απασχολούσαν συχνά εμένα και την κολλητή μου. Την Έφη τη γνώρισα στο προνήπιο. «Κολλητές για πάντα». Και ναι ίσως είμαστε. Ίσως θα είμαστε κολλητές για πάντα. Ξέρω τα πάντα για εκείνη και εκείνη ξέρει τα πάντα για μένα. Αχώριστες εδώ και έντεκα χρόνια. Στο ίδιο νηπιαγωγείο, στο ίδιο δημοτικό, μέχρι πέρσι στο ίδιο γυμνάσιο κι από φέτος στο ίδιο λύκειο. Κουραστικό; Κάθε άλλο! Ανεκτίμητο! «Έλα, ρε Φαιή! Πάμε για καφέ σήμερα το απόγευμα. Έχουμε να βγούμε δύο βδομάδες», μου παραπονιόταν χθες στο τηλέφωνο. «Άντε, καλά. Τι ώρα θα περάσεις;» «Γεεες! Έξω από το δημοτικό μας στις 7:30. Φιλάκια, γιατί πρέπει να κλείσω.» Πώς να της αρνηθείς;
Ε, και εντάξει, δε θα αντέξω άλλο ένα Σάββατο μέσα! 16 χρονών είμαι! Βράζει το αίμα μου. Ενημέρωσα τους γονείς μου κι έπειτα συνέχισα το διάβασμά μου μέχρι τις 6:30. Μόλις ήρθε η ώρα, ετοιμάστηκα, πήρα λεφτά, κλειδιά και κινητό και έφυγα από το σπίτι αφήνοντας ένα -με μια μονοτονία- χαρούμενο «Γεια!» στους γονείς μου.
Απρίλιος, λοιπόν. Ω ναι, μια ανάσα πριν τις εξετάσεις! Ο καιρός λες και ήθελε να εξουδετερώσει προσωρινά, σαν παυσίπονο, το βάρος της εξεταστέας ύλης. Στον Κορυδαλλό, το γλυκό ηλιοβασίλεμα, εξαπέλυε τα ζεστά χρώματά του πάνω από τους δρόμους, τα στενά, τις πλατείες και τα παρκάκια, και ένα δροσερό αεράκι άφηνε παιχνιδιάρικα χάδια να ξεχυθούν μέσα σε κάθε γωνιά της πόλης.
Κάθισα στο παγκάκι απέναντι από το ανακαινισμένο κτήριο. Κοίταξα την είσοδο με τα γαλάζια κάγκελα. Χαμογέλασα! Την τελευταία φορά που πέρασα αυτή την πύλη ήμουν τόσο χαρούμενη που έφευγα. Τώρα και τι δεν θα ‘δινα να γυρίσω το χρόνο πίσω.
Μπροστά από το δημοτικό υπήρχε μια παρέα πέντε έξι αγοριών που απλώς συζητούσαν. Γνωστές φυσιογνωμίες. Ειδικά αυτός εκεί με τα χέρια στις τσέπες μου θυμίζει τον… «Ει Γιώργο, που είναι  ο Χρήστος ρε;», φώναξε ο φίλος του. «Πού να ξέρω, ρε! Παρ’ τον τηλέφωνο.» Η φωνή του, τα μαλλιά του, ο τρόπος που μιλούσε και προπαντός τα μάτια του. Δυο γαλάζια διαμάντια, που ήταν υπεραρκετά για να σπάσουν το γυαλί ανάμεσα στο παρόν και το παρελθόν, αφήνοντας τις αναμνήσεις να ξεχυθούν μπροστά μου.
Δυο, λένε, πως είναι οι έρωτες που σε σημαδεύουν για όλη σου τη ζωή: ο πρώτος και ο τελευταίος. Κι εγώ εκείνη την στιγμή κοιτούσα τον πρώτο μου. Ήμασταν μαζί στο δημοτικό. Από την πρώτη στιγμή μου είχε κάνει εντύπωση και ένα συνηθισμένο τότε «θες να γίνουμε φίλοι;» με έκανε να χάσω την γη κάτω απ΄ τα πόδια μου. Ναι, ήμασταν φίλοι όμως εγώ πάντα είχα αυτό το συναίσθημα να φωνάζει από μέσα μου και να είναι έτοιμο να εκραγεί. Έρωτας; Σε τέτοια ηλικία; Μα πώς είναι δυνατόν; Και πώς γίνεται να μην έχει σβήσει ακόμα; Απωθημένο; Μάλλον.
Ένιωσα τα μάτια του να συναντιούνται με τα δικά μου. Πάγωσα. Λες να με αναγνωρίσει; Δεν έχω αλλάξει και πολύ από το 2010! Ξαφνικά σηκώθηκε κι άρχισε να κατευθύνεται προς το μέρος μου. Με βεβιασμένο χαμόγελο προσπαθούσα μάταια να καλύψω το τρέμουλο που με είχε πιάσει. «Φαίη;» Η φωνή του είχε γίνει πολύ βαριά! Μα αυτή δεν ήταν η μόνη αλλαγή πάνω του. Είχε ψηλώσει αρκετά και το στυλ του είχε ξεφύγει από τις παιδικές φόρμες κι εκείνα τα απαίσια πολύχρωμα ποδοσφαιρικά παπούτσια. Τώρα μια κοντομάνικη άσπρη μπλούζα έπεφτε στο γυμνασμένο του σώμα κι ένα μπλε σκούρο παντελόνι αγκάλιαζε τα πόδια του. Φορούσε κόκκινα all star και τα κάποτε καστανόξανθα καρφάκια είχαν αντικατασταθεί από ένα πιο συγκρατημένο ‘λοφίο’. «Ο Γιώργος είμαι ! Που πηγαίναμε μαζί δημοτικό. Με θυμάσαι;». Πώς να μην σε θυμάμαι φίλε μου! «Ναι, φυσικά! Τι κάνεις;» Κάθισε δίπλα μου εξακολουθώντας να με κοιτάζει και να με κάνει να αγχώνομαι ακόμη παραπάνω. «Πω πω, άλλαξες πολύ!», είπε αφήνοντας το χέρι του να αγγίξει ευδιάθετα το μπράτσο μου. Ανατρίχιασα  ολόκληρη. Αισθάνθηκα τους μυς μου να τσιτώνονται και την καρδιά μου να χτυπάει σαν τρελή. Παρόλ’ αυτά έκανα τα αδύνατα δυνατά για να το κρύψω. «Ναι, κι εσύ! Πες μου τα νέα σου !». Ξεκινήσαμε να συζητάμε για διάφορα θέματα, όπως τέσσερα χρόνια πριν. Σαν να μην είχε αλλάξει τίποτα. Εκείνος  να μιλά με απίστευτη άνεση για οτιδήποτε κι εγώ να δυσκολεύομαι να αντισταθώ στην ταραχή που μου δημιουργούσε η παρουσία του, με αποτέλεσμα να του χαμογελάω σαν ηλίθια, να απαντάω σε διάφορες ερωτήσεις  που μου έκανε, να τον ακούω και να γελάω με οτιδήποτε αστείο μου έλεγε.
Κάποια στιγμή σταματήσαμε να μιλάμε κι απλά κοιταχτήκαμε για κάποια δευτερόλεπτα. «Τι;», ρώτησα με αγωνία. «Να, πάντα μου άρεσε το χαμόγελό σου. Ευτυχώς δεν άλλαξε και πολύ!» Με μιας  ένιωσα μια ευφορία, μια απέραντη χαρά. «Ευχαριστώ!», είπα και  εξακολούθησα να χαμογελάω με σιγουριά πια. «Θες να μου δώσεις τον αριθμό σου; Τώρα που βρεθήκαμε ας μην ξαναχαθούμε», είπε κι έκανε να βγάλει το κινητό του απ’την τσέπη του. «Αμέ!». Ανταλλάξαμε αριθμούς και πάνω στην ώρα εμφανίστηκε η Έφη. «Χίλια συγνώμη, ρε Φαίη, αλλά πού να στα λέω. ‘Οπα, who is he?», είπε κοιτώντας με έκπληξη. « Χα, χα, Έφη, έτσι; Πόσο καιρό είστε κολλητές; Μπράβο σας.». «Α! τώρα σε κατάλαβα! Είσαι ο Γιώργος που...», «που ήμασταν μαζί στο δημοτικό, Έφη μου, ναι!», είπα εγώ, σώζοντας  έτσι τον εαυτό μου. «Λοιπόν, εγώ φεύγω! Μη με ξεχάσεις, Φαίη! Θα περιμένω μήνυμα». «Οκ, τα λέμε». «Γεια, χάρηκα που σε ξαναείδα», είπε κι απομακρύνθηκε με γοργά βήματα προς την παρέα του.
Αμέσως η Έφη με τράβηξε και μου είπε τονίζοντας μια μια τις λέξεις «Λέγε τι έγινε αμέσως!!!»
            Ο έρωτας είναι απρόβλεπτος. Έρχεται μια μέρα να σου χτυπήσει την πόρτα για να σου αφήσει το μήνυμα πως ξεκινάει μια μάχη ανάμεσα στην απελπισία και την αξιοπρέπεια σου, με μόνα όπλα το ένστικτο και την ελπίδα. Μπορεί να σε κάνει Θεό ή ρεζίλι, μπορεί να μην φτάσει στην ώρα του, μπορεί να αποδειχθεί ένα λάθος που θες να ξανακάνεις. Όπως και να’ χει όμως, θα σου διδάξει πως η ζωή δεν είναι το κουκλοθέατρο σου και πολλές φορές δε θα παίρνεις ό, τι δίνεις. Είναι ένας πόλεμος ανάμεσα στην λογική και την ψυχή του ανθρώπου. Όμως τελικά όποιος δεν έχει ξενυχτήσει, δεν έχει ελπίσει άδικα και δεν έχει πληγωθεί από τον έρωτα, δεν έχει ζήσει.

Φεβρουάριος 2014
Κατερίνα Χατζηπλή
Γ’2